Σύμφωνα με τις Κοινές Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Γραμμές για τη Μετάβαση από την Ιδρυματική Φροντίδα στη Φροντίδα σε Επίπεδο Τοπικής Κοινότητας, “ίδρυμα” ορίζεται ως: οποιαδήποτε μορφή στεγαστικών δομών όπου οι ένοικοι είναι απομονωμένοι από την ευρύτερη τοπική κοινότητα ή/και αναγκάζονται να ζουν μαζί. Οι ένοικοι δεν έχουν επαρκή έλεγχο της ζωής τους και των αποφάσεων που τους αφορούν και τέλος, οι απαιτήσεις του ίδιου του οργανισμού τείνουν να υπερέχουν των ατομικών αναγκών των ενοίκων . Με βάση τις Κατευθυντήριες Γραμμές των Ηνωμένων Εθνών και ελλείψει ενός καθολικά αποδεκτού ορισμού, η οργάνωση Eurochild προτείνει να ορίζονται τα ιδρύματα για παιδιά «ως (συχνά μεγάλες) στεγαστικές δομές που δεν έχουν χτιστεί με βάση τις ανάγκες του παιδιού ούτε προσεγγίζουν μια οικογενειακή κατάσταση, και παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά που είναι τυπικά της ιδρυματικής κουλτούρας (αποπροσωποποίηση, αυστηρή ρουτίνα, ομαδική μεταχείριση, κοινωνική απόσταση, εξάρτηση, έλλειψη λογοδοσίας, κ.λπ.)».
Εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 1 εκατομμύριο παιδιά στο σύστημα κρατικής/δημόσιας φροντίδας σε 30 ευρωπαϊκές χώρες.
Στην Ελλάδα λειτουργούν ιδρύματα δημόσια, ιδιωτικά μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, και εκκλησιαστικά. Δεν υπάρχει ένας ακριβής αριθμός σχετικά με τον πληθυσμό των παιδιών που ζουν σε ιδρυματική φροντίδα στην Ελλάδα, ενώ υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή λειτουργούν περίπου 100 ιδρύματα όλων των παραπάνω τύπων σε όλη την Ελλάδα. Στα ιδρύματα παιδικής προστασίας μπορούν να φιλοξενηθούν παιδιά όλων των ηλικιών (μερικά ορίζουν αυστηρά όρια ηλικίας, όπως το Κέντρο Βρεφών Η Μητέρα και το Αναρρωτήριο Πεντέλης που φιλοξενούν παιδιά 0 έως 6 ετών). Επίσης στα ιδρύματα παιδικής προστασίας στην Ελλάδα φιλοξενούνται τόσο παιδιά με αναπηρίες και ειδικές ανάγκες όσο και χωρίς. Ωστόσο τα παιδιά και οι νέοι, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, μπορούν να διαμείνουν στα ιδρύματα παιδικής προστασίας αυστηρά μέχρι την ενηλικίωση τους. Μετά από αυτή την ηλικία παιδιά και νέοι αφήνονται στην τύχη τους. Δεν υπάρχουν υποστηρικτικές υπηρεσίες από το κράτος για τους νέους που μόλις “αποφοίτησαν” από το ίδρυμα όπως οικονομική βοήθεια, απασχόληση ή περαιτέρω διαμονή.
Τα παιδιά τα οποία φιλοξενούνται στα ιδρύματα παιδικής προστασίας, κατά κύριο λόγο δεν είναι ορφανά. Συνήθως μεταφέρονται σε ιδρύματα παιδικής προστασίας εξαιτίας της εγκατάλειψης, των πολλαπλών κοινωνικό-οικονομικών προβλημάτων καθώς και προβλημάτων ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζουν οι βιολογικοί τους γονείς. Συχνά στα ιδρύματα παιδικής προστασίας μεταφέρονται παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας και σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς. Τέλος κατά καιρούς τα ιδρύματα δέχονται παιδιά τα οποία θα υιοθετούνταν ιδιωτικά και λόγω προβλημάτων υγείας τους δεν υιοθετήθηκαν (Nanou, 2011).
Όσον αφορά στον αριθμό των υιοθεσιών και των αναδοχών, στην περίπτωση των υιοθεσιών μέσω δημοσίων ιδρυμάτων ο αριθμός δεν ξεπερνά τις 70 τον χρόνο, οι δε αναδοχές ανά έτος είναι λιγότερες.
Έρευνες τόσο σε Ελληνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο έχουν δείξει ότι ο ιδρυματισμός επηρεάζει την ανάπτυξη των παιδιών σε πολύ σοβαρό επίπεδο. Τα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν σε ιδρυματικό περιβάλλον επηρεάζονται σε επίπεδο σωματικής ανάπτυξης, ανάπτυξης συναισθηματικών δεσμών, ανάπτυξης του εγκεφάλου τους, νοημοσύνης και γλώσσας λόγω έλλειψης ερεθισμάτων όσο και σε επίπεδο συμπεριφοράς. Σύμφωνα με έρευνες, τα παιδιά τα οποία είναι μικρότερα των τριών ετών δεν πρέπει να τοποθετούνται σε ιδρύματα παιδικής προστασίας εφόσον κάτι τέτοιο επηρεάζει την ανάπτυξη του εγκεφάλου τους καθώς και τη νευρική λειτουργία. Τα παιδιά τα οποία διαμένουν σε ιδρύματα για παραπάνω από 6 μήνες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν τα εξής προβλήματα: αυτιστικά γνωρίσματα, υπερκινητικότητα και διάσπαση προσοχής, γνωσιακά προβλήματα συμπεριφοράς και ανασφαλή προσκόλληση. Επίσης σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα στη Ρουμανία, τα παιδιά παρουσίασαν σοβαρή μείωση στην ανάπτυξη του κρανίου τους. (Browne et al. 2006, Beckett, 2010). Τα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν σε ιδρύματα κατά τα πρώτα έτη τους πιθανά να εμφανίσουν προβλήματα συμπεριφοράς, ενώ μειώνεται αισθητά η κοινωνική τους ανάπτυξη. Τα παιδιά των οποίων οι γονείς για πολυποίκιλους λόγους δεν μπορούν να τα μεγαλώσουν ενδείκνυται να μεγαλώνουν σε ανάδοχες οικογένειες για την καλύτερη ανάπτυξη τους (Browne et al. 2006). Έρευνες όπως αυτές της Π. Βορριά στο ίδρυμα “Μητέρα” έχουν δείξει πως τα παιδιά που πέρασαν τα πρώτα χρόνια τους σε ίδρυμα παιδικής προστασίας φάνηκε να είναι πιο ντροπαλά, να είναι λιγότερα ενεργά και κοινωνικά ενώ τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει τα δύο πρώτα χρόνια τους σε ιδρυματική φροντίδα φάνηκε να έχουν χαμηλότερη βαθμολογία στην γνωσιακή ανάπτυξη και συναισθηματική αντίληψη ενώ φάνηκαν λιγότερο ασφαλή από τα παιδιά που μεγάλωσαν σε οικογένειες με τους γονείς τους (Vorria et al, 2003, 2006). Όλες οι παραπάνω δυσκολίες πιθανά να έχουν να κάνουν και με την εμπειρία της ιδρυματοποίησης και τους φροντιστές των ιδρυμάτων οι οποίοι δεν μπορούν να δίνουν την ανάλογη προσοχή τους σε όλα τα παιδιά καθώς και με το ψυχοκοινωνικό ιστορικό των γονιών τους. (Roy et al, 2000, Brodzinsky 1984, 87). Τέλος, τα παιδιά τα οποία ζουν σε ιδρύματα παιδικής προστασίας είναι 10 φορές πιο πιθανό να αναμειχθούν σε περιπτώσεις πορνείας ως ενήλικες, 40 φορές πιο πιθανό να αποκτήσουν ποινικό μητρώο και 500 φορές πιο πιθανό από τους συνομήλικες τους να αυτοκτονήσουν (Pashkina, 2001). Η Παγκόσμια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για τη βία κατά των παιδιών διαπίστωσε ότι τα παιδιά στα ιδρύματα διέτρεχαν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο βίας παντός είδους σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους που μεγάλωναν σε οικογένειες (Pinheiro, P. S. 2006).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χαράζει πολιτικές οι οποίες οδηγούν στο τέλος της ιδρυματικής φροντίδας παιδιών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενθάρρυνε τα κράτη να «επενδύσουν και να υποστηρίξουν μορφές εναλλακτικής φροντίδας που μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια, τη συνέχεια της φροντίδας και της στοργής, και την ευκαιρία για τα μικρά παιδιά να συνάψουν μακροχρόνιους δεσμούς βάσει αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, για παράδειγμα μέσω της τοποθέτησης του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια, της υιοθεσίας και της υποστήριξης προς τα μέλη των διευρυμένων οικογενειών». Η Επιτροπή παρότρυνε επίσης τα κράτη να καταρτίσουν προγράμματα αποϊδρυματοποίησης των παιδιών με αναπηρία, τα οποία θα εξαλείψουν σταδιακά την τοποθέτηση των παιδιών σε ιδρύματα και θα αντικαταστήσουν αυτές τις μορφές φροντίδας με «ένα ολοκληρωμένο δίκτυο παροχής υπηρεσιών σε επίπεδο τοπικής κοινότητας» (Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα).
Η σταδιακή μετάβαση των παιδιών από την ιδρυματική σε κοινοτικού τύπου φροντίδα είναι μια κατάσταση στην οποία η Ελλάδα καλείται να εισέλθει. Όπως αναφέρθηκε, η ιδρυματική φροντίδα είναι κακοποιητική τόσο για την σωματική όσο και για την ψυχική υγεία των παιδιών σε όλες τις ηλικίες, αλλά ιδιαίτερα στο φάσμα των ηλικιών 0-3. Στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, τα παιδιά υπό προστασία και ιδιαίτερα στις ηλικίες 0-3 δεν φιλοξενούνται σε ιδρύματα παιδικής προστασίας, αντίθετα έπειτα από την εισαγγελική εντολή, μεταφέρονται κατευθείαν σε ανάδοχες οικογένειας όσο οι κοινωνικές υπηρεσίες εξετάζουν την πορεία του κάθε παιδιού. Δουλεύουν με τις βιολογικές οικογένειες των παιδιών, καθώς στόχος της αναδοχής είναι η επανένωση του παιδιού με την βιολογική του οικογένεια ή σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό εξετάζουν το ενδεχόμενο της υιοθεσίας του. Ωστόσο, για παράδειγμα η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Ουκρανία και η Μολδαβία έχουν προχωρήσει στην σταδιακή αποϊδρυματοποίηση των παιδιών μέσω χρηματοδοτήσεων από την Ευρωπαική Ένωση, την Παγκόσμια Τράπεζα και μη κυβερνητικούς οργανισμούς όπωςh Unicef- Hope and Homes και Lumos (http://wearelumos.org). Η ευρωπαϊκή καμπάνια Opening Doors for Europes Children (http://www.openingdoors.eu) έχει εθνικούς συντονιστές σε 12 χώρες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα μέσω τόυ Κέντρου Ερευνών Ρίζες ΑμΚΕ (https://www.roots-research-center.gr), πιέζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις εθνικές κυβερνήσεις να θέσουν ως προτεραιότητα την σταδιακή μετάβαση των παιδιών από την ιδρυματική τύπου φροντίδα στην οικογενειακή τύπου φροντίδα ενημερώνοντας σχετικά για τις καταστρεπτικές συνέπειες του ιδρυματισμού. Η πρόωρη παρέμβαση, η στήριξη της οικογένειας και η μετάβαση από την ιδρυματική φροντίδα στην κοινότητα μπορούν να προλάβουν την εγκατάλειψη του σχολείου, την ανεργία, τις εξαρτήσεις, την αντικοινωνική συμπεριφορά και τέλος την εγκληματικότητα.
Η σταδιακή αποϊδρυματοποίηση των παιδιών και μετάβαση αυτών από την ιδρυματική φροντίδα στην οικογενειακού και κοινοτικού τύπου φροντίδα ξεκινά αρχικά με την μείωση των ιδρυματικών δομών. Ωστόσο, προκειμένου να επιτευχθεί η αλλαγή και η μεταστροφή από την ιδρυματική φροντίδα σε εναλλακτικές μορφές φροντίδας είναι σημαντική τόσο η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών σχετικά με τις επιπτώσεις που φέρει ο ιδρυματισμός, καθώς και σχετικά τον σημαντικό ρόλο που παίζουν οι ανάδοχες οικογένειες στη ζωή αυτών των παιδιών.
Σε επίπεδο πρόληψης και σύμφωνα με την Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του παιδιού η ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού ανήκει κατά κύριο λόγο στους γονείς, και είναι ευθύνη του κράτους να υποστηρίζει τους γονείς ώστε να ανταποκρίνονται σε αυτή την ευθύνη τους (άρθρο 18). Οι Κατευθυντήριες Γραμμές τονίζουν επίσης ότι η απομάκρυνση των παιδιών από την οικογένεια «πρέπει να αποτελεί την έσχατη λύση και, στο μέτρο του δυνατού, να είναι προσωρινή και όσο το δυνατόν μικρότερης διάρκειας».
Για αυτό το λόγο, συνίσταται οι ειδικοί να εργάζονται προληπτικά ώστε να αποφευχθεί η απομάκρυνση των παιδιών από τους γονείς τους είτε με οικογενειακό προγραμματισμό ώστε να αποφευχθούν ανεπιθύμητες κυήσεις, είτε με προγεννητική περίθαλψη όπως για παράδειγμα επισκέψεις και συμβουλές για θέματα σχετικά με την κύηση έτσι ώστε οι γονείς να προετοιμάζονται για τον ερχομό του παιδιού τους κατάλληλα. Επίσης χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στη στήριξη των μητέρων στις μαιευτικές πτέρυγες για την ενίσχυση του δεσμού μητέρας παιδιού, τη δημιουργία του περιβάλλοντος στήριξης της μητέρας και για θέματα που αφορούν την υγεία μητέρας παιδιού. Επίσης χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στις μονάδες που λειτουργούν για τη μητέρα και το παιδί και στη λειτουργία νέων μονάδων, έτσι ώστε να υπάρχουν πάντα διαθέσιμες θέσεις γα την στέγαση τους και κατάλληλη συμβουλευτική για να αποφευχθεί η διάσπαση μητέρας-παιδιού. Τέλος, προκειμένου να αποφευχθεί ο χωρισμός βιολογικού γονέα – παιδιού, υπάρχει η δυνατότητα, σε χώρες του εξωτερικού προς το παρόν, τοποθέτησης γονέα και παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια έως ότου ξεπεραστούν τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και με αυτό τον τρόπο αποφευχθεί η διάσπαση γονέα-παιδιού (Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Γραμμές).
Σε περίπτωση που το παιδί περάσει στη φροντίδα του κράτους τότε το παιδί, στην περίπτωση της Ελλάδας, πιθανότατα να μεταφερθεί σε ιδρυματικό πλαίσιο.
Σύμφωνα με τις κοινές ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές για τη μετάβαση από την ιδρυματική φροντίδα στη φροντίδα σε επίπεδο τοπικής κοινότητας, προτείνεται τα παιδιά τα οποία περνούν στην προστασία του κράτους, α) να μεταφέρονται σε ανάδοχη φροντίδα (προτιμότερη εάν υπάρχει επιλογή είναι η συγγενική αναδοχή), β) να μεταφέρονται σε δομές προστασίας παιδιών έως 6 παιδιά ανά σπίτι (small group homes) γ) σε εποπτευόμενη ανεξάρτητη διαβίωση όταν βρίσκονται κοντά στην ενηλικίωση τους και τέλος δ) να δίδονται προς υιοθεσία η οποία αποτελεί μια μόνιμη λύση.
Πιο συγκεκριμένα,
α) Η αναδοχή είναι μια θεραπευτική μέθοδος η οποία πρέπει να ακολουθείται στην περίπτωση προστασίας ενός παιδιού όταν οι γονείς του δεν είναι σε θέση να το φροντίσουν οι ίδιοι. Η ζωή σε οικογένειες μπορεί να αναστρέψει τη ζωή των παιδιών. Με τη σωστή εκπαίδευση και εποπτεία των αναδόχων, η ζωή των παιδιών μπορεί να πάρει εντελώς αντίθετο δρόμο ενώ η ζωή στην κοινότητα μπορεί να κάνει το παιδί να νιώσει μέλος ενός συνόλου καθώς και ότι ανήκει κάπου. Υπάρχουν πολλοί τύποι ανάδοχης φροντίδας όπως: η έκτακτη αναδοχή, η βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αναδοχή, η τοποθέτηση σε ειδικευμένη ανάδοχη οικογένεια (σε περίπτωση κάποιας σοβαρής αναπηρίας ή σοβαρού προβλήματος υγείας του παιδιού), η συγγενική αναδοχή, η τοποθέτηση προσωρινά κρατούμενων παιδιών σε ανάδοχη οικογένεια, η τοποθέτηση γονέα και παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια. Τα προγράμματα αναδοχής προσφέρουν ασφαλή και υποστηρικτικά σπίτια για όσο καιρό χρειάζεται μέχρις ότου επανενωθούν τα παιδιά με τις βιολογικές οικογένειές τους. Η αναδοχή σε αντίθεση με την υιοθεσία δεν αποτελεί μόνιμη λύση.
β) Οι μικρές δομές προστασίας παιδιών είναι ένας τύπος ιδρυματικής φροντίδας παιδιών, οι οποίες παρέχουν στέγαση στα παιδιά που δεν μπορούν να μεγαλώσουν με τις οικογένειες τους λόγω διαφόρων οικογενειακών προβλημάτων ή κρίσεων. Τα παιδιά που διαμένουν σε αυτές τις δομές δεν μπορούν να ξεπερνούν τα έξι στον αριθμό και στόχος των συγκεκριμένων δομών είναι να παρέχουν φροντίδα στα παιδιά ιδιαίτερα τα πολλά αδέλφια, όπως στο περιβάλλον που έχουν συνηθίσει να μεγαλώνουν, σε μια οικογενειακή κατάσταση, με επαγγελματίες οι οποίοι είναι σταθερά πρόσωπα τα οποία διαμένουν μαζί τους. Τα παιδιά φοιτούν στο σχολείο της κοινότητας και παίρνουν μέρος στις δραστηριότητες της κοινότητας, δημιουργώντας την αίσθηση του ανήκειν. Τα παιδιά φιλοξενούνται στις συγκεκριμένες δομές μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους ή μέχρι να βρεθεί κάποια μονιμότερη λύση.
γ) η εποπτευόμενη ανεξάρτητη διαβίωση αφορά μόνο νέους ηλικίας 16 ετών και άνω. Πρόκειται για πλαίσια όπου τα παιδιά και οι νέοι στεγάζονται στην τοπική κοινότητα, ζουν μόνοι τους ή σε μια εστία για μικρές ομάδες έως 4 άτομα, όπου ενθαρρύνονται και έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες ανεξάρτητης διαβίωσης.
δ) η υιοθεσία αποτελεί και την μονιμότερη λύση όταν το παιδί δεν μπορεί για πολυποίκιλους λόγους να επανενωθεί με την οικογένεια του. Στην περίπτωση της υιοθεσίας το παιδί περιέρχεται στην πλήρη κηδεμονία και υπό την πλήρη επιμέλεια του κηδεμόνα του. Στην Ελλάδα οι εθνικές υιοθεσίες ανηλίκων σύμφωνα με τον Ν. 2447/96 μπορούν να ολοκληρωθούν είτε μέσω ιδρυμάτων είτε ιδιωτικά. Έχει υπολογιστεί πως στο σύνολο τους οι υιοθεσίες από τα ιδρύματα δεν ξεπερνούν τις 70 το χρόνο ενώ σύμφωνα με τον Συνήγορο του Παιδιού στην Ελλάδα υπολογίζεται πως κάθε χρόνο πραγματοποιούνται περίπου 650 υιοθεσίες συνολικά (Κατσάκος, 2013).
Η αποϊδρυματοποίηση των παιδιών και η μετάβαση τους σε κοινοτικού/οικογενειακού τύπου φροντίδα σύμφωνα με όλα τα παραπάνω είναι αναγκαία. Αν και τα οικονομικά στοιχεία δεν πρέπει να απασχολούν όταν γίνεται λόγος για την ευημερία των παιδιών, η κοινοτικού/οικογενειακού τύπου φροντίδα είναι και πιο συμφέρουσα για την οικονομία της χώρας. Αν και τα ιδρύματα μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να συμφέρουν γιατί προσφέρουν χαμηλή ποιότητα ζωής, ωστόσο, οι επιδοτήσεις που δίνονται σε κτιριακές δομές και καθημερινές ανάγκες των παιδιών μειώνονται σημαντικά με την κάλυψη των μηνιαίων επιδομάτων που δίνονται στους ανάδοχους γονείς. Επίσης είναι σημαντικά οικονομικότερη η στήριξη σε επίπεδο πρόληψης των οικογενειών για αποφυγή της διάσπασης τους ενώ ωφελεί στο σύνολο μεγαλύτερο αριθμό παιδιών. Πιο συγκεκριμένα, η ιδρυματική φροντίδα είναι τρεις φορές πιο ακριβή από την «επαγγελματική» ανάδοχη φροντίδα, δύο φορές πιο ακριβή από φροντίδα οικογενειακού τύπου (μικρές ομάδες σε σπίτια) (Carter 2005, Ρουμανία, Ουκρανία, Μολδαβία, Ρωσία), δύο φορές πιο ακριβή από την ανάδοχη φροντίδα σε παιδιά με αναπηρίες και τρεις φορές πιο ακριβή από την ανάδοχη φροντίδα σε παιδιά χωρίς αναπηρίες (13 χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης).
Η Ελλάδα χρειάζεται να προχωρήσει στην σταδιακή αποϊδρυματοποίηση των παιδιών που διαβιούν τόσο σε ιδρύματα παιδικής προστασίας όσο και σε ιδρύματα που φιλοξενούν παιδιά με αναπηρίες. Αρχικά, προωθώντας και στηρίζοντας τις δομές πρόληψης που αναφέρθηκαν παραπάνω στο κείμενο, προκειμένου να αποφευχθεί ο ιδρυματισμός περαιτέρω παιδιών και συγχρόνως ενημερώνοντας και ευαισθητοποιώντας την κοινή γνώμη και τους ειδικούς σχετικά με τις καταστρεπτικές συνέπειες του ιδρυματισμού καθώς και για τον θεραπευτικό χαρακτήρα της αναδοχής, όπου επικρατούν λανθασμένες απόψεις. Είναι αναγκαία τα προγράμματα αναδοχής σε όλα τα ιδρύματα παιδικής προστασίας και στα ιδρύματα που φιλοξενούν παιδιά με αναπηρίες έτσι ώστε να ξεκινήσει η σταδιακή μετάβαση στην οικογενειακού τύπου φροντίδα καθώς και τα παιδιά τα οποία περνούν στην προστασία του κράτους και είναι κάτω των 3 ετών να μεταφέρονται απευθείας σε ανάδοχες οικογένειες χωρίς να περνούν από τα ιδρύματα παιδικής προστασίας. Τέλος, τα υπάρχοντα ιδρύματα παιδικής προστασίας χρειάζεται να γίνουν πιο φιλικά προς τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές φιλοξενώντας με αυτό τον τρόπο λιγότερα από 6 παιδιά και με σταθερό προσωπικό. Η Ελλάδα έχει πολύ και μακρύ δρόμο μπροστά της στον τομέα της αποϊδρυματοποίησης, είναι όμως κάτι αναγκαίο και οφείλουμε ως κοινωνία των πολιτών να στηρίξουμε αυτές τις αλλαγές.